- χορευτά
- επίρρ. вприпрыжку, резво
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χορευτά — χορευτά̱ , χορευτής choral dancer masc nom/voc/acc dual χορευτής choral dancer masc voc sg χορευτής choral dancer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτά — Ν επίρρ. κατά τρόπο χορευτικό, με ρυθμό («περπατούσε χορευτά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από το ρ. χορεύω, μέσω ενός αμάρτυρου ρηματικού επιθ. *χορευτός (πρβλ. ζηλευτός: ζηλευτά)] … Dictionary of Greek
χορευτά — επίρρ. τροπ., με βήμα χορευτικό, κατά τον τρόπο των χορευτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορευτάς — χορευτά̱ς , χορευτής choral dancer masc acc pl χορευτά̱ς , χορευτής choral dancer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτάν — χορευτά̱ν , χορευτής choral dancer masc acc sg (epic doric aeolic) χορευτής choral dancer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτικός — ή, ό / χορευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό (α. «χορευτικό συγκρότημα» β. «σχήματα παντεῑα..., μετ ὀλίγον δὲ χορευτικά», Λουκιαν.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χορευτικά οι χορογραφίες. επίρρ...… … Dictionary of Greek